Το φλάουτο είναι αερόφωνο (πνευστό) όργανο και ο εκτελεστής το τοποθετεί σε πλάγια θέση ως προς το κεφάλι του. Πρόκειται για ένα ξύλινο ή μεταλλικό σωλήνα που έχει 16 τρύπες οι οποίες ανάλογα με το ποιες είναι ανοικτές ή κλειστές παράγουν τα διαφορετικά ύψη των φθόγγων.
Το φλάουτο είναι ένα ιδιαίτερα εκφραστικό όργανο,ενώ οι δυνατότητές του σε ποικίλματα, τρίλλιες και διαφόρων ειδών γρήγορα «περάσματα» είναι εντυπωσιακές. Χρησιμοποιείται ευρύτατα σε κλασσικές συμφωνικές αλλά και μοντέρνες ορχήστρες.
Το πρώτο σαξόφωνο κατασκευάστηκε γύρω στα 1840 από τον Adolphe Sax. Η έκτασή του είναι περίπου δυόμισι οκτάβες. Υπάρχουν 6 τύποι σαξοφώνου (σοπρατίνο, σοπράνο, άλτο, τενόρο, βαρύτονο και μπάσσο) με πιο συνηθισμένο το άλτο σαξόφωνο σε φα ή μι ύφεση.
Σήμερα το σαξόφωνο χρησιμοποιείται ευρύτατα - εκτός από την κλασσική και στην jazz μουσική.
:
Η τρομπέτα είναι αερόφωνο μουσικό όργανο με μεταλλικό επιστόμιο σε σχήμα κούπας, που ανήκει στην οικογένεια των χάλκινων πνευστών.
Στην αρχική μορφή της, ως σάλπιγγα, από τους αρχαίους Έλληνες, ήταν γνωστή στους Αιγυπτίους, στους Εβραίους και τους Ρωμαίους, φτιαγμένη αρχικά από ξύλο, αργότερα από μέταλλο (μπρούντζο, ασήμι) και τέλος (όπως και σήμερα) από χαλκό. Αποτελούνταν από ένα μακρύ σωλήνα σε διάφορα μήκη που από το τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα και μετά φάρδυνε, καταλήγοντας σε μια μετρίου μεγέθους καμπάνα.
Καθώς παρέμενε η αδυναμία του οργάνου να παραγάγει όλες τις νότες της κλίμακας, από τα τέλη του 18ου αιώνα επιχειρήθηκε η εισαγωγή μηχανισμού που θα βοηθούσε στην παραγωγή όλων των φθόγγων. Στις αρχές του 19ου αιώνα εισήχθησαν τα έμβολα, στην αρχή δύο και έπειτα τρία, που επέτρεπαν την εκτέλεση όλων των χρωματικών ήχων μιας κλίμακας. Από εκεί και ύστερα, ονομάζεται τρομπέτα με έμβολα, σε διάκριση από την παλαιότερη φυσική τρομπέτα.
Το Όμποε (ή οξύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο με επιστόμιο από διπλή γλωττίδα, εφαρμοσμένη σε έναν εβένινο σωλήνα που φαρδαίνει σε σχήμα καμπάνας και που επάνω του εφαρμόζεται ένα σύστημα μεταλλικών κλειδιών. Το μήκος του είναι 60 εκατοστά και ανήκει στα Ξύλινα Πνευστά.
Ο ήχος του είναι εκφραστικός με κάποια μελαγχολική χροιά. Είναι κάπως δύσκολο στον χειρισμό του, κυρίως επειδή χρειάζεται έντονο φύσημα για να περάσει ο αέρας από το λεπτό επιστόμιο, με αποτέλεσμα ο μουσικός να δυσκολεύεται αν δεν γνωρίζει καλά την τεχνική του. Η ονομασία προέρχεται από το γαλλικό haut bois (ψηλό ξύλο) που προσδιόριζε το όργανο αυτό, για να διακρίνεται από το βαθύφωνο της ίδιας οικογένειας Φαγκότο. Επίσης μπορεί να παίξει και πολύ χαμηλά και πολύ ψηλά.
Το φαγκότο (ιταλ. fagotto, ελλην. βαρύαυλος), είναι πνευστό μουσικό όργανο, που ανήκει στην οικογένεια του όμποε. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, ωστόσο η σύγχρονη μορφή του με διπλό σωλήνα συναντάται από τον 17ο αιώνα. Η αξία του αναγνωρίστηκε από μεγάλους κλασικούς μουσικοσυνθέτες κυρίως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Προήλθε από το παλαιό όργανο με την ονομασία μπομπάρτα μπάσσα.
Από το 18ο αιώνα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ως σόλο όργανο. Στους επόμενους αιώνες υπέστη τροποποιήσεις και αποτέλεσε απαραίτητο μέλος για τις ορχήστρες, λόγω του μεγάλου φάσματος των ηχοχρωμάτων που είναι σε θέση να παραγάγει. Η έκτασή του ξεπερνά τις τρεις οκτάβες και παρουσιάζει ποικιλομορφία στον ήχο του, ο οποίος χαρακτηρίζεται πιο σκοτεινός και μελωδικός στις χαμηλές και μεσαίες νότες και γοερός στις υψηλότερες. Η εύθυμη χροιά του ενέπνευσε αρκετούς συνθέτες να το χρησιμοποιούν, με σκοπό να δώσουν κωμική εντύπωση. Παραλλαγή του είναι το κόντρα φαγκότο, ή διπλό φαγκότο, το οποίο είναι μεγαλύτερο σε διαστάσεις, του οποίου ο σωλήνας ξεπερνά συνολικά τα 5 μέτρα, και παίζει μία οκτάβα χαμηλότερα
Το κλαρινέτο (ή ευθύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο. Στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε το 19ο αιώνα. Το κλαρινέτο κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ.
Στην Ελλάδα, όπου επεκράτησε η ονομασία κλαρίνο, αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής. Το κλαρινέτο προήλθε από μετεξέλιξη παλαιότερων παρόμοιων οργάνων. Η βιβλιογραφία αναφέρει ως πρόγονο του κλαρινέτου το γαλλικό πνευστό όργανο σαλυμώ (γαλλ. chalumeau, ετυμολογούμενο από την ελληνική λέξη "κάλαμος"), στο οποίο σταδιακά προστέθηκαν μια σειρά κλειδιά. Βασικό σταθμό αποτελεί η προσθήκη από τον Γερμανό Γιόχαν Κρίστοφ Ντέννερ του κλειδιού δίπλα στην πίσω οπή του οργάνου (στα Ελληνικά λέγεται και "ψυχή"). Ήδη από την αρχή του 19ου αιώνα, το κλαρινέτο, έχοντας μια μορφή πολύ κοντινή στη σημερινή, έχει βρει τη θέση του στη συμφωνική ορχήστρα. Το 1839, ο Γάλλος Υάκινθος Κλοζέ αναδιέταξε τα κλειδιά, φέρνοντας το κλαρινέτο στη μορφή που είναι σήμερα γενικά γνωστό.
Διδάσκων καθηγητής:
Χίου Γιώργος
Το τρομπόνι είναι χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο. Είναι ιδιόμορφη παραλλαγή της τρομπέτας. Δημιουργήθηκε πιθανόν περίπου το 1450 στην περιοχή της Βουργουνδίας. Αρχικά εμφανίστηκε σε στρατιωτικές ορχήστρες και κατά το 16ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε στις συμφωνικές ορχήστρες.
Στη μακραίωνη ιστορία του δέχτηκε πολλές μεταβολές στη μορφή του. Σήμερα αποτελείται από ένα σωλήνα με σταθερό μήκος και από άλλους τρεις κυλίνδρους εφοδιασμένους με «κλειδιά». Η ηχητικότητα του είναι πολύ πλούσια, δεν αλλάζει όμως η τονικότητά του. Από το τέλος του 18ου αιώνα καθιερώθηκαν στη συμφωνική ορχήστρα τα τρία είδη του: ένα οξύτονο, ένα βαρύτονο και ένα μπάσο τρομπόνι. Πολλοί κλασικοί συνθέτες χρησιμοποίησαν το τρομπόνι στις ορχήστρες τους, όπως ο Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο Βάγκνερ, ο Πουλένκ κ.ά. Το τρομπόνι είναι ίσως το μοναδικό όργανο που υπέστη από την πρώτη εμφάνισή του ελάχιστες τροποποιήσεις, κυρίως στη διάτρηση και στην καμπάνα.
:
Η Τούμπα είναι το μεγαλύτερο και το μικρότερο σε ένταση όργανο ορείχαλκου. Ο ήχος παράγεται με δόνηση ή με "βούισμα" από τα χείλη σε ένα μεγάλο κοίλο επιστόμιο. Είναι μία από τις πιο πρόσφατες προσθήκες στη σύγχρονη συμφωνική ορχήστρα.Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα. Τούμπα είναι στα λατινικά η τρομπέτα ή το κέρας. Το κέρατο που αναφέρεται, μοιάζει με αυτό που είναι γνωστό ως ένα μπαρόκ τρομπέτα.
Είναι πνευστό μουσικό όργανο με 4 ή 5 βαλβίδες, που ανήκει στα Χάλκινα πνευστά της συμφωνικής ορχήστρας. Έχει φαρδύ, κωνικό σωλήνα, πλατιά καμπάνα και επιστόμιο σε σχήμα κούπας. Χαρακτηρίζεται από το μεγάλο του μέγεθος και το βαθύ του ήχο. Το παίξιμο της τούμπας χρειάζεται δύναμη στα πνευμόνια λόγω του μεγέθους του, καθώς πρέπει να γεμίζει αδιάκοπα με αέρα.
Οι πρώτες τούμπες κατασκευάσθηκαν τη δεκαετία του 1830 στο Βερολίνο και από τότε έχουν εμφανιστεί σε ποικίλα σχήματα και μεγέθη. Χρησιμοποιούνται τόσο σε συμφωνικές ορχήστρες, όσο και σε στρατιωτικές μπάντες. Γενικά, η ονομασία τούμπα περιλαμβάνει, επίσης, τα διάφορα μπάσα όργανα που χρησιμοποιούνται στις χάλκινες μπάντες όπως το Ευφώνιο, το Σουσάφωνο (ή σουζάφωνο) και το Βαρύτονο.